Τον τελευταίο καιρό έχει προκύψει εκ των ουκ άνευ θέμα για το αν το φέσι (σαν κάλυμμα κεφαλής αλλά και η εν γένει ενδυμασία) αποτελεί κομμάτι της παράδοσής μας. Έχει προκαλέσει μάλιστα και εντύπωση η σχετική απόφαση της Π.Ο.Ε. για την σύσταση που κάνει προς τους συλλόγους να μην το φορέσουνε σε σχετικές εκδηλώσεις της Π.Ο.Ε..Έχουν επίσης παρουσιαστεί έρευνες απο ερευνητές και ενδυματολόγους όσον αφορά στην ιστορία του φεσιού (σαν κάλυμμα κεφαλής), από που προέρχεται η λέξη, ποιος λαός το πρωτοφόρεσε, πότε πρωτοφορέθηκε, απο τι υλικό φτιάχνιεται, ποιοι λαοί το φορέσανε αργότερα και πότε, σε ποιους επιβλήθηκε, πότε επιβλήθηκε, αν προυπήρχε της επιβολής κλπ.
Σε αυτούς τους τομείς άλλωστε αναφέρονται σαν επιστήμες η ιστορία και η ενδυματολογία..
Όμως, το αν αποδέχτηκε ο λαός το φέσι, αν το ενέταξε στην ενδυμασία του, πως το εισέπραξε γενικά και αν αποτελεί εν τέλει κομμάτι της παράδοσής μας, πρέπει να γνωρίζουμε και να καταλάβουμε όλοι, ότι είναι θέμα κατά κύριο λόγο λαογραφικής και αν θέλετε κοινωνιολογικής επιστήμης.
Το φωτογραφικό υλικό που υπάρχει μπορεί να μην αποτελεί κύριο στοιχείο στην έρευνα (εκτός βέβαια αν υπάρχουν τα στοιχεία των ανθρώπων που εχουν αποθανατιστεί σε αυτές, πότε αλλά και που τραβήχτηκε η φωτογραφία, κάτω από ποιες συνθήκες τραβήχτηκαν κλπ.), δεν παύει όμως να αποτελεί δευτερεύον βοηθητικό στοιχείο στην όλη έρευνα. Πρωτεύον και κύριο ντοκουμέντο αποτελούν πάντοτε τα γραπτά κείμενα, καθότι σε αυτά αναφέρονται πολύ περισσότερες πληροφορίες και στοιχεία.
Σίγουρα από το φωτογραφικό αλλά και γραπτό υλικό που υπάρχει φαίνεται ξεκάθαρα πως το φέσι σαν κάλυμμα κεφαλής αλλά και σαν συνολική ενδυμασία, όπως έχει εμφανιστεί τον τελευταίο καιρό στα χορευτικά, αποτελεί κομμάτι της ιστορίας μας. Μάλιστα υπάρχει εκτεθιμένη η ενδυμασία και μπορεί κανείς να τη δει και στο μουσείο της Επιτροπής Ποντιακών Μελετών, όπως και αρκετές άλλες ενδυμασίες των Ελλήνων του Πόντου.
Στο φωτογραφικό υλικό παρουσιάζονται πόντιοι που φοράνε το φέσι σαν κάλυμμα κεφαλής, αλλά ως επί το πλείστον με πολιτικά ρούχα (και όχι σαν την πλήρη ενδυμασία όπως έχει παρουσιαστεί σε χορευτικά). Επίσης είναι ξεκάθαρο από το γραπτό υλικό και κυρίως το Αρχείον Πόντου – Τόμος Δεύτερος της Επιτροπής Ποντιακών Μελετών – Δ.Οικονομίδη 1929, ότι έχει γίνει επιλεγμένη παρουσίαση στοιχείων από τις μέχρι τώρα έρευνες που έχουν παρουσιαστεί, καθότι ο Δ.Οικονομίδης στον ίδιο τόμο αναφέρει ότι φορέθηκαν στον Πόντο πολλά στοιχεία ενδυμασίας.....όπως : κετσε, καλπακ, τερλικ, κουκουλα, παπακ, φες, καπακλιν, ισλουκ, τσαρουχια και πάρα πολλά άλλα. Aπό όλα αυτά τα στοιχεία, γίνεται λόγος μόνο για το φες (φέσι). Αν δεχτούμε το φέσι, δεν θα έπρεπε να δεχτούμε και όλα τα υπόλοιπα στοιχεία ενδυμασίας (τσαρουχια, κετσε κλπ.) και να τα παρουσιάζουμε και αυτά στα χορευτικά;
Επίσης άλλο ένα στοιχείο της επιλογής πληροφοριών από γραπτά κείμενα είναι το ότι στον ίδιο τόμο της Επιτροπής Ποντιακών Μελετών αναφέρεται κάτι που έχει παραλειφθεί σε αντίστοιχες έρευνες που έχουν παρουσιαστεί, στην σελ14 τελευταία πρόταση: «Άξιον σημειωσεως ενταυθα, οτι μονο οι ζιπκαληδες εχορευον τον περιφημον Σερα χορον, εφορουν οι τοιουτοι και τσαμουρλουκια απο υφασμα».
Συνεπώς εάν θέλουμε να διατηρήσουμε όλα τα στοιχεία αναλείωτα θα πρέπει να χορεύετε η Σέρα μόνο από ζιπκαλήδες. Δεν μπορούμε να είμαστε επιλεκτικοί όσον αφορά στα θέματα πολιτισμού και της λαϊκής και πολιτιστικής μας παράδοσης.
Έχει γίνει αρκετή συζήτηση, στο διαδίκτυο κυρίως, για την δημιουργία ενός επιστημονικού συνεδρίου, ώστε να υπάρχει μια ξεκάθαρη και επιστημονική θέση στο θέμα φέσι στα χορευτικά σχήματα.
Το οποιοδήποτε επιστημονικό συνέδριο αν συσταθεί θα ψάξει στοιχεία στην 1η και το πολύ 2η γενιά. Συνεπώς η «επιστημονική έρευνα» είναι οι ίδιοι άνθρωποι που αποτελούν την 1η και 2η γενιά.
Θα ήθελα να παραθέσω κάποια στοιχεία λαογραφικού κυρίως αλλά και κοινωνιολογικού περιεχομένου που ευελπιστώ να δώσουν ένα τέλος στο θέμα μας.
Είναι γνωστό ότι οι Έλληνες του Πόντου φορούσανε φέσι. Είτε από επιβολή δια μέσου φιρμανιών των εκάστοτε σουλτάνων, είτε πριν την επιβολή όταν χρησιμοποιήθηκε από κουρσάρους και ναυτικούς της Μεσογείου, όπως αναφέρεται και σε μια σχετική έρευνα που έχει παρουσιαστεί. Πρέπει όμως να ξεκαθαριστεί οτι οι περισσότεροι από αυτούς που φορούσανε φέσι τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, ήταν κυρίως άνθρωποι που είχαν ή θέλαν να δείξουν την υψηλή οικονομική επιφάνειά τους ή την υψηλή κοινωνική τους θέση....Οι προύχοντες δηλ.. Είναι χαρακτηριστική η αναφορά στην ίδια έρευνα που έχει παρουσιαστεί «είναι πολύ πιθανό να το χρησιμοποιούσαν (το φέσι) εξαιτίας του σημειολογικού του χαρακτήρα και όχι σαν απόδειξη υποταγής».
Αυτό ακριβώς μας φανερώνουν οι λέξεις «σημειολογικού χαρακτηρα». Ήταν ένα σημάδι απόδειξης της κοινωνικής θέσης που είχαν αυτοί που το φορούσανε.
Παρόλα αυτά όμως οι πρώτες γενιές δεν αποδέχθησαν το φέσι (σαν κάλυμμα κεφαλής αλλά και σαν πλήρη ενδυμασία όπως παρουσιάζεται σήμερα) στα χορευτικά τους τμήματα και στον Πόντο αλλά και μετέπειτα στον ελλαδικό χώρο. Έχουν ισχυριστεί πολλοί, ότι επειδή το ποντιακό στοιχείο έκανε αγώνα επιβίωσης ερχόμενο στην Ελλάδα και μάλιστα είχαν βαπτιστεί οι Πόντιοι «τουρκόσποροι» από τους Ελλαδίτες, είχανε προβλήματα γενικά προσαρμογής. Ότι «αντιμετωπίστηκαν συχνά εχθρικά και με διάθεση αποξένωσης από τους λοιπούς Έλληνες» ή «θέλανε να αποκόψουν (οι Έλληνες του Πόντου) κάθετί που θύμιζε την Τουρκία» όπως αναφέρουν σχετικές έρευνες που έχουν παρουσιαστεί και που βέβαια ισχύουν. Δεν έχουν όμως καμία σχέση τα παραπάνω γεγονότα με το ότι δεν φορέσανε φέσι στα χορευτικά τους τότε οι ποντιοι. Γιατί δηλ. ενώ στην κοινωνική τους ζωή κάποιοι πόντιοι φορούσαν φέσι, στα χορευτικά τους δεν το ενέταξαν; Μήπως επειδή τους φωνάζανε τουρκόσπορους, δεν βάλανε το φέσι; Δηλ. είχε τουρκικό συμβολισμό το φέσι; Το φαινόμενο πάλι του φολκλορισμού που «σαν κινητήριος δύναμη έδωσε ώθηση στην εμφάνιση πληθώρας πολιτιστικών συλλόγων στον ελληνικό χώρο από την 5η κυρίως δεκαετία του 20ου αιώνα», δεν ισχύει για τις 5 πρώτες δεκαετίες όπως αναφέρεται και στην έρευνα. Χωρίς το φαινόμενο του φολκλορισμού τις πρώτες δεκαετίες, χωρίς τις «διαστάσεις του «μύθου» που έδιναν οι Πόντιοι αργότερα στο ιστορικό παρελθόν τους» (όπως αναφέρεται στην ίδια έρευνα), αλλά με την ανάγκη της επιβίωσης και της ενσωμάτωσης στην ελληνική κοινωνία, ποιος λογος ήταν αυτός που δεν ενέταξαν τις πρώτες 5 δεκαετίες οι τότε Πόντιοι (και συμπεριλαμβάνω τις 2 πρώτες δεκαετίες διότι αναφέρομαι και στα χορευτικά τμήματα που υπήρχαν και στον Πόντο) το φέσι στα χορευτικά τους; Στην Ελλάδα εκείνα τα χρόνια, σε πολλά νησιά (Χίος, Μυτιλήνη) αλλά και οι Σαρακατσάνοι φορούσανε ένα είδος φεσιού. Γιατί λοιπόν οι πόντιοι δεν το δέχθηκαν; Αφού σε άλλα μέρη της Ελλάδας το φορούσανε. Μήπως το απορρίψανε συνειδητά; Όπως και να ‘χει πάντως δεν υπήρχε κανένας λόγος να μην το φορέσουνε στα χορευτικά τους τμήματα στην Ελλάδα.
Κοινωνιολογικά επιχειρήματα.
Από την άλλη, υπάρχουν στοιχεία που μας παραθέτουν κοινωνιολόγοι που δίνουν μια εξήγηση στο γιατί οι Πόντιοι ερχόμενοι στην Ελλάδα, δεν αποδέχθησαν το φέσι στα χορευτικά τους, σε αντίθεση με άλλες φυλές της Ελλάδας τότε που το φορούσανε.
Από κοινωνιολογικής πλευράς τα χρόνια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στον Ελλαδικό χώρο υπήρχαν δύο μόνο κοινωνικές τάξεις. Των ραγιάδων (οι οποίοι ήταν υποτελείς στους Κοτζαμπάσηδες) και οι Κοτζαμπάσηδες (που με την σειρά τους ήταν υποτελείς στον Τούρκο δυνάστη). Αυτή η νοοτροπία πέρασε όλα τα χρόνια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στο πετσί του Ελλαδίτη. Δεν είναι άλλωστε και λίγα 400 χρόνια. Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα όταν πια απελευθερώθηκε η Ελλάδα, όπου ο παλιός ραγιάς έψαχνε τον κοτζαμπάση του (το αφεντικό του) και οι κοτζαμπάσηδες με την σειρά τους τον τούρκο δυνάστη. Οι κοτζαμπάσηδες, μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας, μη μπορόντας να βρουν έναν αντίστοιχο δυνάστη, με τον Τούρκο που είχαν συνηθίσει, στράφηκαν προς το εξωτερικό. Εξού και η δημιουργία φιλοαγγλικών και φιλογαλλικών κομμάτων την εποχή μετά την απελευθέρωση.
Παράλληλα στον Πόντο υπήρχε μια εντελώς διαφορετική σύνθεση της κοινωνίας. Δημοκρατικότατες διαδικασίες με δημογεροντική εξουσία. Ενδεικτικά σας αναφέρω πως, όταν χτιζόταν μια εκκλησία στον Πόντο, συνεισφέρανε όλοι οι κάτοικοι της περιοχής και μάλιστα το ίδιο. Από τον πιο πλούσιο (που πρόσφερε χρήματα) μέχρι τον πιο φτωχό (που πρόσφερε χειρωνακτική εργασία). Ένα άλλο στοιχείο της κοινωνίας στον Πόντο είναι ότι ήταν φυσιολογικό η κόρη ενός πλούσιου αστού να παντρευτεί τον γιο ενός φτωχού αγρότη. Στον Ελλαδικό χώρο ήταν ανήκουστο να γίνει το ίδιο με την κόρη του κοτζαμπάση και τον γιο του ραγιά. Αυτή η διαφορετικότητα στις 2 κοινωνίες μπορεί να οφείλεται σε πολλούς λόγους. Είτε επειδή για πάρα πολλά χρόνια οι Έλληνες του Πόντου είχαν μάθει στην νοοτροπία αυτή, είτε στο ότι ο Πόντος γεωγραφικά είχε ένα φυσικό σύνορο (με τις οροσειρές του Παρυάδρη και του Σκυδίση) με την υπόλοιπη Οθωμανική Αυτοκρατορία και έτσι δύσκολα επηρρεαζότανε.
Όπως και να έχει πάντως το συμπέρασμα είναι ότι στον Πόντο υπήρχε μια εντελώς διαφορετική νοοτροπία στην κοινωνία....χωρίς τις υποτέλειες των Ελλαδιτών. Οι Πόντιοι δεν έψαχναν για αφεντικά. Είχαν μάθει σε τελείως διαφορετική νοοτροπία. Αυτό προφανώς εξηγεί και το γιατί ενώ φορούσανε φέσι οι πόντιοι (είτε από συνήθεια έπειτα από την επιβολή, είτε σαν φετιχ, είτε δείχνοντας κατά κάποιο τρόπο την υψηλή κοινωνική τους θέση), δεν το δέχτηκαν στα χορευτικά τους σε αντίθεση με τις άλλες φυλές του Ελλαδικού κράτους, που είχε περάσει στο πετσί τους πολύ πιο έντονα η νοοτροπία της υποτέλειας.
Γιατί λοιπόν να γίνει ένα συνέδριο αφού γνωρίζουμε ήδη την θέση του λαού των πρώτων γενεών που ήρθαν από τον Πόντο;
Λαογραφικά επιχειρήματα.
Παράδοση.
Στην παράδοση κατά τους λαογράφους ο όρος εξέλιξη είναι δεκτός. Μάλιστα αναφέρεται σε βιβλιογραφία ότι «το κάθε νέο και καινούριο δεν κατεβαίνει από τον ουρανό, από το πουθενά. Πρέπει να προέρχεται από το παλιό, δια μέσου μιας βαθμιαίας διαλεκτικής εξέλιξης». Σαν εξέλιξη, για παράδειγμα, μπορεί να θεωρηθεί το διαφορετικό δέσιμο του καλύμματος της κεφαλής ή ακόμα και η αποβολή από τις ανδρικές ενδυμασίες των σφαιρών, όπου μιλάμε για μια αποβολή ή και αλλαγή κάποιου στοιχείου της ενδυμασίας, κρατώντας όμως αναλοίωτα όλα τα άλλα στοιχεία. Από την άλλη ο όρος μετεξέλιξη και φυσικά ο όρος μετάλλαξη δεν είναι αποδεκτοί στην παράδοση. Μετεξέλιξη μπορεί να χαρακτηριστεί η παρουσία κόκκινων και κίτρινων λωρίδων στις μπότες και τα σιρίτια (που εμφανίστηκαν απο το πουθενά κάποια εποχή στις ανδρικές ενδυμασίες των ποντίων), όπου ο λαός και η παράδοση το απέρριψαν σε βάθος χρόνου. Μετάλλαξη μπορεί να χαρακτηριστεί η ενδυμασία με το φέσι. Και αυτό, γιατί κανένα στοιχείο δεν διατηρείται από την γνωστή σε όλους μέχρι σήμερα παραδοσιακή φορεσιά και παρουσιάζεται μια εντελώς καινούρια ενδυμασία σε ένα χορευτικό, τελείως «ξένη» αφού δεν έχει κοινά στοιχεία με τις υπόλοιπες φορεσιές, εντελώς ξαφνικά μετά από 90 και χρόνια παρουσίας των χορευτικών συγκροτημάτων στην Ελλάδα.
Η λέξη παράδοση κατά τη φιλολογία και λαογραφία προέρχεται από το «πάρα» και «δίδω» που σημαίνει παίρνω και δίνω αντίστοιχα. Όταν δηλ. «κάτι» μεταφέρεται από γενιά σε γενιά, αυτό το «κάτι» καλείται παραδοσιακό.
Όσον αφορά στους χορούς της Πάφρας θα ήθελα να επισημάνω ότι εκτός του ότι οι χοροί χορευόντουσαν σε 2-3 χωριά της Μακεδονίας όλα αυτά τα χρόνια, υπήρχε και το «πάρα» και το «δίδω». Ο Γ.Αντωνιάδης 2ης γενιάς πήρε τους χορούς από την 1η και τους έδωσε στην 3η ,όπου ο Ν.Ζουρνατζίδης με το έργο του βοήθησε σημαντικά στο να έρθουν στην επιφάνεια και να τους γνωρίσει ο ευρύτερος ποντιακός χώρος. Συνεπώς οι χοροί της Πάφρας είναι παραδοσιακοί.
Το φέσι από την άλλη όπως ανέφερα πιο πάνω δεν έγινε δεκτό στα χορευτικά τμήματα της 1ης και 2ης γενιάς. Ούτε η 3η γενιά το φόρεσε. Εμφανίστηκε από το πουθενά (διότι σε κανένα χορευτικό δεν είχε παρουσιαστεί μέχρι τότε) στην 4η γενιά. Αυτό σημαίνει ότι το «πάρα» (=παίρνω από την λέξη παράδοση) δεν υπήρχε για 3 γενιές και το «δίδω» (=δίνω) εμφανίζεται από το πουθενά στην 4η.
Είναι κατανοητό λοιπόν ότι δεν τίθεται θέμα παράδοσης στο φέσι όσον αφορά ενδυματολογικά στην πολιτιστική εμφάνιση των χορευτικών συγκροτημάτων. Και αυτό, είναι η πραγματικότητα και όχι η άποψη μου. Η σημασία της λέξης παράδοσης αυτό μας λέει.
Από την στιγμή όμως που αποτελεί κομμάτι της ιστορίας μας μπορεί κάλλιστα να παρουσιάζεται σε εκθεσιακούς χώρους, μουσεία (που γίνεται ήδη), σε θεατρικά και άλλους είδους δρώμενα.
Εν ολίγεις το φέσι (και η εν γένει ενδυμασία) αποτελεί στοιχείο της ιστορίας μας και αν θέλετε κομμάτι της λαϊκής μας παράδοσης, (δηλ. λαϊκό παραδοσιακό στοιχείο της τότε εποχής - Οθωμανικά χρόνια) καθότι φορέθηκε για αρκετούς αιώνες κυρίως από τους πόντιους των πόλεων και πολύ λιγότερο των χωριών, στην καθημερινή τους ζωή. Δεν αποτελει όμως κομμάτι της πολιτιστικής μας παράδοσης. Δεν εντάχθηκε ποτέ το φέσι στην καθιερωμένη αντιπροσωπευτική ποντιακή φορεσιά ούτε στον Πόντο ούτε στον ελλαδικό χώρο. Η πολιτιστική – χορευτική εκπροσώπηση των Ελλήνων του Πόντου και στον Πόντο αλλά και στην Ελλάδα αποτελείτο από την ζίπκα και το πασλούκ. Μπορεί να φορέθηκε για αρκετούς αιώνες το φέσι και να είχε γίνει συνήθεια έπειτα από την επιβολή ή ένα είδος μόδας (όπως η τραγιάσκα), αλλά από την στιγμή που δεν εμφανίστηκε στα χορευτικά σχήματα και δεν το δέχτηκε ο λαός μέσα σε αυτά, δεν μπορεί να έχει σχέση με την πολιτιστική παράδοσή μας και θέση στα χορευτικά μας. Αν πάλι υπήρχε κάποιος που, παρόλα όσα αναφέρει η λαογραφία για την λέξη παράδοση και τον όρο μετάλλαξη μέσα σε αυτήν αλλά και η κοινωνιολογία για τις τάξεις και νοοτροπίες κοινωνιών ποντίων και ελλαδιτών, πίστευε πως το φέσι λόγω του ότι υπάρχει σε φωτογραφίες και γραπτά κείμενα αποτελεί πολιτιστικό παραδοσιακό στοιχείο μέχρι και σήμερα, ή να θέλει στα χορευτικά να παρουσιάζεται η λαϊκή και όχι η πολιτιστική παράδοση (παρόλο που ανά τον κόσμο τα χορευτικά παρουσιάζουν πολιτιστική και όχι λαϊκή παράδοση, δεν παρουσιάζουν δηλ τι φορούσε ο εκάστοτε λαός στην καθημερινότητά του) θα έπρεπε να μην κάνει επιλεκτική «παράδοση» αλλά να συμπεριλάβει και όλα τα άλλα στοιχεία και γνωρίσματα ενδυμασιών και λεπτομερειών που αναφέρονται στα φωτογραφικά και γραπτά ντοκουμέντα.
Περί απόφασης της Παμποντιακής Ομοσπονδίας Ελλάδος
Η δημιουργία της ΠΟΕ έδωσε φτερά ελπίδας στον ποντιακό χώρο. Το αν θα αποδειχτεί αυτό στην πράξη, θέλει όχι πολύ, αλλά σίγουρα κάποιο χρόνο. Το βέβαιο είναι ότι μετά από 6 χρόνια ζωής οι απαιτήσεις του κόσμου αυξάνονται. Η απόφαση δε της ΠΟΕ στο θέμα φέσι ξεκίνησε πολλές αντιπαραθέσεις.
Θα θυμάστε βέβαια όλοι λίγο πολύ ότι κάποτε, όπως έχει επισημανθεί και παραπάνω, είχε προκύψει από το πουθενά το να έχουν οι ενδυμασίες κόκκινες και κίτρινες λωρίδες στις μπότες και τα σιρίτια. Αυτό μάλιστα είχε υιοθετηθεί από τους περισσότερους αν όχι όλους τους εν Ελλάδι ποντιακούς συλλόγους.
Προς αποφυγήν λοιπόν ιδίων λαθών, η θέση της ΠΟΕ να οριοθετήσει μία γραμμή τουλάχιστον στις εκδηλώσεις της, είναι και σωστή και απαραίτητη. Από εκεί και πέρα, σε ένα όργανο όπως είναι η ΠΟΕ που λειτουργεί δημοκρατικά, δεν μπορεί να απαγορεύσει κανείς και σε κανέναν σύλλογο το τι θα φορέσει σε τοπικές ή άλλου είδους εκδηλώσεις του συλλόγου. Είναι αναφαίρετο δικαίωμα αλλά και ευθύνη του εκάστοτε συλλόγου.
Τέλος, θα ήθελα να επισημάνω, ότι είναι λογικό όταν παρουσιάζεται κάτι νέο και καινούριο να υπάρχει έντονη αμφισβήτηση γύρω από αυτό. Ειδικά όταν αυτό, το «νέο και καινούριο» προέρχεται μεν από το παλιό, όχι όμως «δια μέσου μίας βαθμιαίας διαλεκτικής εξέλιξης» όπως αναφέρει και η λαογραφία, φυσικό επακόλουθο είναι να είναι η στάση του κόσμου αρνητική.
Η ενδυμασία με το φέσι είναι ξένη με τις υπόλοιπες παραδοσιακές ενδυμασίες και το γεγονός αυτό δεν έχει να κάνει με λόγους αισθητικής ή εμφάνισης, όπως αναφέρεται σε μια σχετική έρευνα. Αν πραγματικά υφίσταντο τέτοιοι λόγοι δεν θα είχαμε ούτε ποικιλοχρωμία στις φορεσιές, ούτε διαφορετικές (παραπλήσιες όμως) γυναικίες φορεσιές (Ματσούκας, Σάντας κλπ) καθότι χαλάνε την αισθητική και ομοιομορφία του συνόλου. Επομένως δεν τίθεται θέμα αισθητικής, αλλά θέμα παράδοσης και εξέλιξης της παράδοσης, όχι μετεξέλιξη και σίγουρα όχι μετάλλαξη της παράδοσής μας.
Με σεβασμό, εκτίμηση και θέλω να πιστεύω με σαφής και τεκμηριωμένες επιστημονικά, λογικές θέσεις.
Γιάννης Χατζηελευθερίου
Πολιτικός Μηχανικός Έργων Υποδομής
Οι πηγές που έχω αντλήσει στοιχεία προέρχονται από την βιβλιοθήκη και το αρχείο του πατέρα μου (ο οποίος είναι λαογράφος) αλλά και από τις αντίστοιχες βιβλιογραφίες των ερευνών που έχουν παρουσιαστεί καθώς αναφέρομαι συχνά σε αυτές (όπως της Μαριάννας Φωτιάδου, φοιτήτρια τμήματος Γλώσσας, Φιλολογίας και Πολιτισμού Παρευξεινίων χωρών του Δ.Π.Θ.)